του Γιώργου Κωνσταντινίδη
Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας είναι αδιαμφισβήτητη. Τα προηγούμενα χρόνια το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της (Α.Ε.Π.) αυξάνονταν με τους ταχύτερους ρυθμούς διεθνώς (πάνω από 10% ετησίως). Δικαιολογημένα η Κίνα ανήκει στους BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) και στους G-20 (οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη). Βέβαια, τελευταία η οικονομία της παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί αισθητά. Η επέκταση της διεθνούς κρίσης χρέους, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών των ισχυρών οικονομιών πλήττουν και την Κίνα, η οποία κατέχει το μισό περίπου χρέος των Η.Π.Α., ενώ το εθνικό της νόμισμα (γουάν) παίζει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς συναλλαγματικές και εμπορικές συναλλαγές.
Πρόσφατα, γίνεται πολύς λόγος για τη δυνατότητα σύναψης στενότερων εμπορικών επαφών και στρατηγικών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ Ελλάδας και Κίνας, ως αντιστάθμισμα στις περιορισμένες άμεσες ξένες επενδύσεις που δρομολογούνται στη χώρα μας και ως έναν τρόπο επανεκκίνησης της χειμαζόμενης οικονομίας μας. Οι προθέσεις μπορεί να κρίνονται θετικές. Άλλωστε Ελλάδα και Κίνα διατηρούν αρμονικές σχέσεις, κυρίως μετά την “απόβαση” των Κινέζων στο λιμάνι του Πειραιά, μέσω της COSCO. Μέχρι την ημέρα που γράφονταν αυτό το άρθρο τα αποτελέσματα της επένδυσης της κινεζικής COSCO στον Πειραιά υπήρξαν θετικά. Ακόμη και στον κλάδο του τουρισμού οι Κινέζοι επιλέγουν την Ελλάδα για τις διακοπές τους ή κάποιο ελληνικό νησί για την τέλεση του γάμου τους, γεγονός που αποφέρει κέρδη για τους εμπλεκόμενους Έλληνες επιχειρηματίες και τόνωση της τουριστικής προβολής της Ελλάδας.
ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΗΧΩ