Γράφει ο Μελέτης Ρεντούμης, οικονομολόγος – τραπεζικός
Η Ελλάδα όπως είχε συμφωνήσει με τους δανειστές της, εξέρχεται από το 3ο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και πλέον από 21/8 βρίσκεται χωρίς νέες δόσεις χρηματοδότησης, αντιμέτωπη με τις διεθνείς αγορές και την δική της πιστοληπτική αξιοπιστία. Παρά την αυστηρή επιτήρηση που θα ισχύει όπως ακριβώς στο καθεστώς του Μνημονίου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε με ένα επικοινωνιακό διάγγελμα από την όμορφη και συμβολική Ιθάκη, να δώσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα ξαφνικά γίνεται μία άλλη χώρα, με ανάκτηση κυριαρχίας και αξιοπιστίας, υπερπληθώρα επενδύσεων και χωρίς εσωτερικά δημοσιονομικά προβλήματα. Η επικοινωνιακή προσπάθεια βέβαια του πρωθυπουργού, δεν στάθηκε μόνο στο οικονομικό πεδίο, όπου ο καθένας μπορεί να αντιτάξει τα δικές του απόψεις, αλλά επιχείρησε μία έντονη πολιτική αντιπαράθεση, με μία πρωτοφανή ρητορική, με ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό σύστημα, δημιουργώντας την αίσθηση της πόλωσης και προπάντων του διχασμού. Αντί λοιπόν όπως θα περίμεναν αρκετοί, ο πρωθυπουργός να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία της εξόδου στις αγορές και να μιλήσει για ένα κοινό μέλλον και προοπτικές για όλους τους Έλληνες, προτίμησε να κατηγορήσει όσους έβαλαν κατ’αυτόν την Ελλάδα στα Μνημόνια, αγνοώντας το γεγονός, ότι το τελευταίο και επαχθέστερο Μνημόνιο της χώρας με σημαντικότατες περικοπές μισθών και συντάξεων, φέρει την υπογραφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του ιδίου προσωπικά. Επίσης έκανε αρνητική αίσθηση, το ότι για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση, ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός στοχοποιεί μέσα από το διάγγελμά του, έναν πρώην πρωθυπουργό, τον Λουκά Παπαδήμο, αλλά και τον νυν Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, αναφερόμενος ειρωνικά στον τίτλο του τραπεζίτη. Η στοχοποίηση και η δημιουργία εχθρών και μάλιστα θεσμικών προσωπικοτήτων, την στιγμή που η χώρα ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον ωκεανό των διεθνών αγορών με στόχο να πείθει καθημερινά τους ξένους επενδυτές, ότι αξίζει κανείς να εμπιστευθεί τα χρήματά του στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματική στρατηγική, αλλά δημιουργεί μία τεχνητή όξυνση του πολιτικού κλίματος, πετυχαίνοντας τελικά πολιτική αβεβαιότητα, αποσκοπώντας δυστυχώς σε μικροπολιτικές τακτικές, στην πιο ευαίσθητη μάλιστα οικονομικά περίοδο. Ακόμα όμως και στο επίπεδο της πολιτικής ηθικής, φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός αλλά και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιδιώκουν πλέον καμία πολιτική συναίνεση, με αποτέλεσμα να δημιουργούν από μόνοι τους στην κοινωνία το λεγόμενο ΑντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο το οποίο εχθρεύονται και κατηγορούν μάταια την αντιπολίτευση για χειραγώγηση του λαού εναντίον της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, είναι πραγματικά λυπηρό, σε μία κοινωνία που δεν έχει βρει ακόμα ισορροπία, ούτε πολιτικά αλλά ούτε και οικονομικά, να προσπαθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση να ωραιοποιεί την κατάσταση προς όφελός της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλοιώσει τα πραγματικά στοιχεία που έχουν ισοπεδώσει την μεσαία τάξη, όπως η υπερφορολόγηση, οι εισφορές, οι συντάξεις και η ανεργία. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο για μικροπολιτικές εξάρσεις καθώς με το τέλος του δημοσιονομικού προγράμματος και μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ, η χώρα μπαίνει και επισήμως σε προεκλογική περίοδο με φόντο το 2019, με πιθανή χαλάρωση του κρατικού μηχανισμού και παρεκκλίσεις από τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Συμπερασματικά θα λέγαμε, πως είναι αυτονόητο πλέον, ότι αν δεν πετύχει η χώρα τους στόχους που της έχουν τεθεί με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα βρεθεί σε δεινότερη θέση οικονομικά, από αυτή που υπήρξε πριν την υπογραφή του 3ου Μνημονίου και των capital controls. Ας το κατανοήσουν αυτό λοιπόν οι κυβερνώντες και ας πράξουν ανάλογα, με γνώμονα πάνω απ’όλα το δημόσιο συμφέρον και όχι την επανεκλογή τους.