Υπογράφει ο Μελέτης Ρεντούμης, οικονομολόγος – τραπεζικός
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που καλείται να επιλύσει μία κυβέρνηση κατά την διάρκεια της θητείας της το οποίο είναι διαχρονικό και διακομματικό είναι αυτό της παιδείας .
Η παιδεία είναι ένας τομέας που αν μελετηθεί και αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να δώσει μία άκρως ανταγωνιστική αναπτυξιακή διάσταση σε μία χώρα δημιουργώντας και σοβαρές οικονομικές προοπτικές για τις επόμενες δεκαετίες.
Παρά όμως την κρισιμότητα του συγκεκριμένου τομέα και την δέσμευση της παρούσας κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν μάλιστα καμία σχέση με το δημοσιονομικό πρόγραμμα προσαρμογής, έχουμε καταλήξει να μιλούμε για ένα πρόχειρο πρόγραμμα παροχολογίας, ψηφοθηρίας και ρουσφετολογικής απόχρωσης ώστε να πορευθεί η κυβέρνηση με μεγαλύτερες αξιώσεις στις επερχόμενες εκλογές.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακές οι αλλαγές που έχει ανακοινώσει το υπουργείο Παιδείας και ο υπουργός προσωπικά από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όλες οι πρωτοβουλίες όμως έχουν ένα βασικό κοινό. Την εξίσωση προς τα κάτω, την λογική της ήσσονος προσπάθειας και της κατάργησης κάθε έννοιας αριστείας που αξίζει να επιβραβευθεί.
Μάλιστα το Υπουργείο το πήγε και ένα βήμα παρακάτω, όσον αφορά τα δημοτικά σχολεία, καθώς εκεί που εξίσωνε τους μαθητές χωρίς βαθμολογία, πλέον ήρθε η ώρα να εξισώσει και τους γονείς.
Αυτό επιτυγχάνεται με το πρόγραμμα, ‘’τσάντα στο σχολείο’’ κάποιες επιλεγμένες Παρασκευές κάθε μήνα, ενώ πρόκειται να επεκταθεί με μεγαλύτερη συχνότητα, αν έχει επιτυχία όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Με λίγα λόγια, όσοι γονείς ενδιαφέρονται και επιθυμούν να βοηθήσουν και να αφιερώσουν χρόνο στα παιδιά τους το Σαββατοκύριακο, πλέον θα αδυνατούν να το κάνουν εφόσον αυτό που προέχει είναι το παιχνίδι, η εκδρομή και η ραστώνη της ξενοιασιάς.
Δεν έχει νόημα προφανώς η πρόοδος ενός παιδιού, ούτε η κινητοποίηση των γονέων προς αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί λοιπόν να μένουν τα βιβλία στο σχολείο, ώστε όλοι μαζί, γονείς και μαθητές, να επιδιώκουν την μεγιστοποίηση των αργιών και την ελαχιστοποίηση της σχολικής συνέπειας.
Η συνέχεια και η λογική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, συνεχίζεται στην δευτεροβάθμια, με την κατάργηση των βαθμών στο Γυμνάσιο, με στόχο όλοι να αναφέρονται περιγραφικά στο τέλος της χρονιάς, το λιγότερο, σχεδόν καλοί ή καλοί, για να έχουν χρόνο για περισσότερη χαλάρωση.
Εκτός αυτού όμως, ο υπέρ πάντων αγώνας της κυβέρνησης που πιστεύει ότι θα της δώσει κοινωνικούς πόντους και άρα σημαντικούς ψήφους, είναι ο σχεδιασμός κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων και η απρόσκοπτη εισαγωγή όλων των υποψηφίων στις περισσότερες σχολές των ανώτατων ιδρυμάτων.
Παράλληλα με αυτή την προσέγγιση, η ανακοίνωση της συγχώνευσης των ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά με την δημιουργία Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, έχει ήδη προκαλέσει ευφορία σε αρκετούς κυβερνητικούς κύκλους, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό φοιτητών ή και αποφοίτων τεχνολογικών ιδρυμάτων, θα βρεθεί ξαφνικά με πτυχίο πανεπιστημίου, αφού θα έχουν την δυνατότητα να πετύχουν αναγνώριση με εξετάσεις σε ελάχιστα μαθήματα.
Αντίστοιχα όσον αφορά το προσωπικό των ιδρυμάτων, αυτό μεταφέρεται αυτοδικαίως χωρίς καμία αξιολόγηση στο νέο Πανεπιστήμιο, ενώ οι καθηγητές των τεχνολογικών ιδρυμάτων θα βρεθούν και αυτοί ξαφνικά να διδάσκουν σε Πανεπιστήμιο γεγονός που τους κάνει όλους ευχαριστημένους.
Το συμπέρασμα από το παραπάνω σχέδιο είναι ότι συντεχνιακά είναι όλοι ευτυχισμένοι, με τον μεγάλο χαμένο να είναι η παιδεία και συνολικά η ελληνική κοινωνία από την απαξίωση του εθνικού προϊόντος που λέγεται, εκπαίδευση, έρευνα, κατάρτιση, αξιοκρατία και απασχόληση.
Βέβαια το τελικό χτύπημα για την παιδεία στην χώρα μας ήρθε ξανά δια στόματος υπουργού, με την εξαγγελία τέταρτης Νομικής Σχολής, με το επιχείρημα της αποσυμφόρησης των αμφιθεάτρων, κλείνοντας το μάτι σε χιλιάδες μαθητές και οικογένειες, που θα ήθελαν να δουν τα παιδιά τους απόφοιτους πτυχιούχους και μετέπειτα δικηγόρους.
Όλα τα παραπάνω δεν φανερώνουν μόνο την προχειρότητα που επικρατεί στο κρίσιμο θέμα της παιδείας στην χώρα μας, αλλά υπονοούν και ένα πολύ καλά καταστρωμένο σχέδιο προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων, εκτός των περιορισμών του Μνημονίου, εφόσον η φοροδοτική ικανότητα του κόσμου έχει εξαντληθεί και η ανεργία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται πλέον προς τους πολίτες και το εκλογικό σώμα, είναι αν τελικά θα απορρίψουν έμπρακτα αυτού του είδους τις παλινωδίες με τα χρήματα του ελληνικού λαού ή θα ανταποκριθούν στον λαϊκισμό και στην εύκολη λύση που τους προτείνεται.