επιμέλεια Κυριάκος Πεταλίδης
Χιλιάδες είναι οι φωτογραφίες του μικρασιατικού προσφυγικού δράματος που αποτελούν τη φωτογραφοθήκη του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην οδό Κυδαθηναίων. Πέντε χιλιάδες φωτογραφίες, σύμφωνα με τον υποδιευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Σταύρο Ανεστίδη, αποτυπώνουν τον χώρο της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό, με εικόνες της πολύπτυχης κοινωνικής πραγματικότητας των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων από το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα έως το 1922. Μετά την ιστορική αυτή τομή, ο τόπος αλλά και η θεματολογία άλλαξαν. Απεικονίζεται η διαδικασία της εγκατάστασης στην Ελλάδα σε διάφορα στάδια και πτυχές της. Η πλειονότητα των φωτογραφιών προέρχεται από δωρεές προσφύγων και από τους ίδιους τους συνεργάτες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, την Αγλαΐα Αγιουτάντη, τον Ερμόλαο Ανδρεάδη, την Σοφία Δονδολίνου-Γορανίτη, τον πατέρα Θεόδωρο Θεοδωρίδη, την Χαρά Λιουδάκη-Κυπραίου, την Αγλαΐα Λουκοπούλου, τον Δημήτρη Λουκόπουλο και την Έλλη Παπαδημητρίου. Συγκεκριμένα, το φωτογραφικό υλικό του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών αποτελείται από φωτογραφίες που απεικονίζουν τη ζωή στους οικισμούς της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922/1924), τη μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922), την εγκατάσταση στον ελλαδικό χώρο, τους συνεργάτες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών σε αποστολές για τη συλλογή και καταγραφή υλικού ανά την Ελλάδα και όψιμα στην Μικρά Ασία και τους πρόσφυγες πληροφορητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Μάλιστα, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Καπόν και με την χορηγία του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, εξέδωσε το επετειακό έτος 1992 το δίγλωσσο λεύκωμα «Προσφυγική Ελλάδα»/”Refugee Greece”. Τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κάποιος για τη ζωή των προσφύγων τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα είναι πολλά και χρήσιμα, σύμφωνα με τον κύριο Ανεστίδη και τις δηλώσεις του στην εφημερίδα ‘’Μικρασιάτης’’. Συγκεκριμένα, ο ίδιος αναφέρει πως «οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική. Οι ασθένειες και ο ψυχικός τραυματισμός κατέβαλλαν τους ταλαιπωρημένους, υποσιτισμένους και υποτυπωδώς στεγασμένους εκπατρισμένους Μικρασιάτες. Η θνησιμότητα, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες, έφθασε σε υψηλά επίπεδα. Τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών καταδεικνύουν ότι το 20% των προσφύγων πέθαναν μέσα σε έναν χρόνο από την άφιξή τους στην ελληνική επικράτεια. Οι πρώτες ανυπέρβλητες ανάγκες για τροφή, στέγαση και ιατρική περίθαλψη, αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το κράτος, από ιδιώτες, καθώς και από ελληνικές και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Το μείζον πρόβλημα υπήρξε αυτό της στέγασης. Αρχικά οι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο όπου μπορούσαν: σε εγκαταλελειμμένες αποθήκες, σε άδεια σπίτια, σε σχολεία, σε εκκλησίες, σε δημόσια κτήρια, που εκκενώθηκαν για τον σκοπό αυτόν, σε σκηνές και αυτοσχέδιες κατασκευές από ξύλο ή άλλα υλικά, σε ακάλυπτους χώρους, σε πλατείες, καθώς και στις παρυφές των οικισμών. Καταβλήθηκε, επίσης, προσπάθεια να στεγαστούν με την επίταξη άδειων ακινήτων, μέτρο που αποδείχθηκε εντούτοις ανεπαρκές. Η εποπτεία του δύσκολου αυτού εγχειρήματος ανατέθηκε εν πρώτοις στο Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, ενώ αργότερα συνέβαλε και η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Μέριμνα υπήρξε, επίσης, για την αντιμετώπιση επιδημικών και μολυσματικών ασθενειών, όπως η ευλογιά, ο εξανθηματικός τύφος, τα τραχώματα, η ελονοσία και η φυματίωση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα ιδρύθηκαν αστυϊατρεία και νοσοκομεία αποκλειστικά για τους πρόσφυγες, ενώ παράλληλα έγιναν μαζικοί εμβολιασμοί και εκτεταμένες απολυμάνσεις και αποφθειριάσεις στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Για τις ανάγκες αυτές άλλωστε, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκε το επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας Δ” Στρατιωτικό Νοσοκομείο και με βασιλικό Διάταγμα ιδρύθηκε στον ίδιο χώρο το Νοσοκομείο Προσφύγων Αθηνών, το σημερινό Ιπποκράτειο. Για τον πρόσφυγα ο ξεριζωμός αποτελεί βαθιά ψυχική πληγή. Το τραύμα της βίαιης εκδίωξης και της επακόλουθης προσφυγιάς και ο βίαιος αποχωρισμός ανατρέπουν την συνοχή της ψυχολογικής ταυτότητας, εγκαταλείποντας το άτομο μετέωρο. Ο πρόσφυγας προσπαθεί να ξανακερδίσει την συνοχή, να λαξέψει την πέτρα, δηλαδή τον εαυτό του που μεταφέρθηκε σαν πέτρα από το ένα μέρος στο άλλο, με καινούργιο τρόπο και το επιτυγχάνει ανάλογα με την υποδοχή που βρίσκει στον τόπο όπου «ρίχνεται». Ξαναριζώνει και ανακτά τον μίτο, εφόσον ο καινούργιος τόπος είναι πρόσφορος να τον αποδεχθεί. Αρκετοί από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, όμως, δεν κατάφεραν να συμβιβαστούν με την οδυνηρή εμπειρία του ξεριζωμού. Έτσι, όταν έφθασαν στην Ελλάδα, απέρριψαν οποιαδήποτε διαδικασία αποκατάστασης ή ενσωμάτωσης και κατέληξαν στο Δρομοκαϊτειο. Στο Δρομοκαϊτειο νοσηλεύθηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες που δεν εξέτρεφαν πλέον την ελπίδα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους ή να αναδημιουργήσουν την ζωή τους. Όσοι, δηλαδή, συνειδητοποίησαν ότι έμειναν χωρίς υλική βοήθεια, έχασαν μέλη των οικογενειών τους ή κακοποιήθηκαν ή γνώρισαν φοβερές κακουχίες στην διάρκεια του ξεριζωμού τους. Με άλλα λόγια, το Δρομοκαϊτειο παρείχε άσυλο σε αυτούς που είχαν υποστεί την ίδια κακοποίηση και τις κακουχίες, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι πρόσφυγες που νοσηλεύτηκαν ήταν αυτοί οι οποίοι δεν κατάφεραν να ανακάμψουν και να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα. Το πνεύμα τους υπήρξε απρόθυμο στην ενσωμάτωση και στην μετατροπή τους σε πολίτες της νέας ελληνικής εθνικής κοινότητας. Ως αποτέλεσμα, επέλεξαν να ζήσουν στο παρελθόν της γενέτειράς τους και συνέχισαν την ζωή τους εντός μιας αδιατάρακτης εικονικής πραγματικότητας και του φανταστικού. Σωματικά, εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό κράτος, το πνεύμα, η ψυχή και οι πεποιθήσεις τους όμως παρέμειναν πίσω στην χαμένη πατρίδα τους».
Βέβαια, η εγκατάσταση των προσφύγων δημιούργησε προβλήματα στη νέα τους ζωή σε ένα νέο χώρο που δεχόταν μαζικά προσφυγικά κύματα. Ο κύριος Ανεστίδης σημειώνει πως «η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στην διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, με το άγχος πρώτα της επιβίωσης και στη συνέχεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους, εξέφραζαν συχνά παράπονα για την αντιμετώπιση που είχαν από το κράτος, τόσο με την υπογραφή της Σύμβασης Ανταλλαγής της Λωζάνης και αργότερα του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930, όσο και για την ελλιπή αποζημίωσή τους, καθώς και για το γεγονός ότι η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε αποκλειστικά σε αυτούς. Δυσαρέσκεια όμως οι πρόσφυγες εξέφρασαν και προς τους γηγενείς Έλληνες. Σε αυτό συνέτεινε και η διαφορά νοοτροπίας μεταξύ γηγενών και προσφύγων.
Οι γηγενείς αναφέρονταν συχνά επικριτικά στο ήθος των προσφύγων και στην κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους. Οι πρόσφυγες από τη μεριά τους μιλούσαν για το χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των ντόπιων και προέβαλλαν την ελληνικότητά τους, απαντώντας έτσι στην αμφισβήτησή της από τους γηγενείς (“τουρκόσποροι”, “γιαουρτοβαφτισμένοι” κά.). Η αντίθεση μεταξύ τους εκφράστηκε με τον ανταγωνισμό στην ιδιοποίηση της γης, στην αγορά εργασίας και σε κάποιες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι πρόσφυγες, ενταγμένοι στο κόμμα των Φιλελευθέρων, δέχονταν την επίθεση των πολιτευτών του Λαϊκού Κόμματος και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσε το μίσος εναντίον τους. Εκτός όμως από κάποιες περιοχές της Μακεδονίας, η αντίθεση αυτή δεν έλαβε την μορφή ανοιχτής σύγκρουσης. Ο όρος «πρόσφυγας», όμως, θα διατηρούσε στην κοινή συνείδηση επί μακρόν υποτιμητική σημασία, για να αμβλυνθεί η διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών κατά τη δεκαετία του 1940, όταν θα κάνουν την εμφάνισή τους άλλου τύπου διαχωριστικές γραμμές». Τέλος, ο Σταύρος Ανεστίδης, ο οποίος επικεντρώνεται στην ιστορία των ιδεών στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία στον ύστερο 19ο αιώνα, σημειώνει πως οι σημερινές φωτογραφίες των Σύριων προσφύγων αποκαλύπτουν την κοινή μοίρα των προσφύγων ανά εποχές σε όλο τον κόσμο. «Ιστορικές περιπτώσεις εκπατρισμού ή ξεριζωμού θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, δυστυχώς, αρκετές στην πρόσφατη παγκόσμια ή ευρωπαϊκή ιστορία, όπως ο εκπατρισμός Ευρωπαίων αποίκων από τα υπερπόντια εδάφη των αποικιακών αυτοκρατοριών, των Γάλλων της Αλγερίας, για παράδειγμα, ή των Ολλανδών της Ινδονησίας. Επίσης, ο βίαιος ξεριζωμός πληθυσμών στην μεταποικιακή Αφρική, με τραγικότατα φαινόμενα εξοντωτικών λιμών και γενοκτονιών στην Νιγηρία, στο Σουδάν, στο πρώην Κονγκό, στην Ρουάντα και άλλου. Στις μέρες μας, η μαζική προσφυγική ροή προς την Ευρώπη από περιοχές της Αφρικής που λιμοκτονούν και από την σπαρασσόμενη Συρία. Δυστυχώς, η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης προσφύγων και μεταναστών για δεύτερη φορά σε διάστημα ενός αιώνα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Η κλίμακα μεγέθους δεν συγκρίνεται βεβαίως, εντούτοις η βίωση του φαινομένου παραμένει οδυνηρή. Επιγραμματικά θα έλεγα ότι με αφορμή τις σημερινές φωτογραφίες των προσφύγων που καταφθάνουν από την Συρία οφείλουμε να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας τις φωτογραφίες των Μικρασιατών προσφύγων για να συνειδητοποιήσουμε την αδήριτη πραγματικότητα της κοινής ανθρώπινης μοίρας», αναφέρει συγκεκριμένα.